- μετεκιρνᾶτο
- μετά-κιρνάωmiximperf ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μετακιρνώ — μετακιρνῶ, άω (Α) ανακατώνω, αναμιγνύω, μετατρέπω κάτι για τον εαυτό μου («τῇ δὲ τοῡ προσφερομένου ἐπιθυμίᾳ ἡπηρετῶν πρὸς ὅ τις ἐβούλετο μετεκιρνᾱτο», ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + κιρνῶ «αναμιγνύω»] … Dictionary of Greek